Η επιτυχημένη ανάπτυξη της γλώσσας αποτελεί μια μακροχρόνια, σταδιακή και πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία εξαρτάται από ποικίλους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες.
Βασική προϋπόθεση είναι η ‘φυσιολογική’ λειτουργία του βιολογικού μηχανισμού, και πιο συγκεκριμένα, των γνωστικών, νευροαναπτυξιακών, νευροψυχολογικών, στοματοκινητικών και φωνητικών συστημάτων του ανθρώπου. Εφόσον διατίθεται ένας άρτια σχηματισμένος σωματικός και νοητικός οργανισμός, το άτομο αναμένεται να αναπτύξει ορισμένες ουσιώδεις για τη γλωσσική πρόσκτηση, προ-γλωσσικές ικανότητες, όπως αυτές παρατίθενται παρακάτω:
1. Η επικέντρωση της προσοχής στην ανθρώπινη φωνή, με προτίμηση στη μητρική, συμβαίνει κιόλας από τον τέταρτο μήνα κύησης, όταν τα έμβρυα ανταποκρίνονται στον ήχο.
2. Η επικέντρωση της προσοχής στο ανθρώπινο πρόσωπο αποδίδεται στο γεγονός ότι το πρόσωπο είναι φορέας συναισθημάτων και η πηγή της ανθρώπινης φωνής· κάτι που προκαλεί εγρήγορση στα βρέφη.
3. Η εναλλαγή ρόλων ακροατή-ομιλητή αναφέρεται σε ένα ρυθμικό πλαίσιο επικοινωνίας, κατά το οποίο η μητέρα και το βρέφος προσπαθούν να διατηρήσουν ένα πρότυπο προσφώνησης και απάντησης. Η λεγόμενη πρωτοσυνομιλία αναπτύσσεται μέχρι τους πέντε πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους.
4. Η φωνητική μίμηση είναι ήδη παρούσα κατά τη γέννηση και εξακολουθεί να αναπτύσσεται τους πρώτους τέσσερις με έξι μήνες της ζωής του παιδιού. Από την 15 η κιόλας ημέρα, παρατηρούνται η μίμηση της προβολής της γλώσσας, του ανοίγματος του στόματος και των κινήσεων της κεφαλής. Λέγεται ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της μίμησης από τη γέννησή του, επειδή εξαρχής είναι ένα κοινωνικό ον.
5. Η ακουστική διάκριση των φωνημάτων επιτελείται ήδη από το τρίτο τρίμηνο της προγεννητικής περιόδου. Τα έμβρυα μπορούν να διαφοροποιήσουν τον ήχο [babi] από τον ήχο [biba]. Μέχρι την ηλικία των έξι μηνών, τα βρέφη δύνανται να διακρίνουν ακόμη και φωνήματα που δεν χρησιμοποιούνται στη μητρική τους γλώσσα.
6. Η ακουστική διάκριση των λέξεων στη ρέουσα ομιλία, φαίνεται να πραγματοποιείται κοντά στην ηλικία των επτά μηνών.
7. Οι πράξεις με χιούμορ αναφέρονται σε παράξενες ή συμβατικές ενέργειες (όπως γκριμάτσες, κραυγές, χαιρετισμούς, παλαμάκια, κ.ά.), που τα βρέφη γνωρίζουν πως εάν επαναλάβουν θα προκαλέσουν το γέλιο ή τον έπαινο.
8. Ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής περιλαμβάνει μια σειρά από συμπεριφορές. Γύρω στους εννέα μήνες, το παιδί αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του, παρουσιάζοντας ή προσφέροντας αντικείμενα και χρησιμοποιώντας χειρονομίες δείξης. Κατευθύνει ενεργά την προσοχή των άλλων όταν επιζητά βοήθεια ή επιθυμεί να αποκτήσει κάτι. Επικεντρώνεται σε αντικείμενα και γεγονότα κοινού ενδιαφέροντος με τον επικοινωνιακό του σύντροφο. Το παιδί αντιλαμβανόμενο τις προθέσεις των άλλων και επιδιώκοντας την αντίδρασή τους, σταδιακά φωνοποιεί και αργότερα παράγει λέξεις.
Το βρέφος θα κατευθύνει την προσοχή του στον επικοινωνιακό του σύντροφο ή σε ένα ερέθισμα, μόνο όταν έχει κίνητρο. Ως επικοινωνιακό κίνητρο ορίζεται η ετοιμότητα ενός οργανισμού να προσλάβει υποκειμενικές καταστάσεις άλλων (π.χ. ενδιαφέροντα, συναισθήματα, στόχους) και έπειτα να συμμετάσχει ενεργά σε μια αυθόρμητη και συνεργατική επικοινωνία. Το κίνητρο διαπροσωπικής επικοινωνίας εκδηλώνεται περίπου στην ηλικία των δύο μηνών και χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής διϋποκειμενικότητα. Από την ηλικία των 9 μηνών εμφανίζεται η δευτερογενής διϋποκειμενικότητα, η οποία αποτελεί θεμέλιο για τη δημιουργία συμβόλων και την ανάπτυξη της γλώσσας.
Άλλοι παράγοντες που επιδρούν στη γλωσσική εξέλιξη του ανθρώπου είναι οι κάτωθι:
1. Το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού (συνήθως οι γονείς) του παρέχει τα πρώτα του γλωσσικά ερεθίσματα. Οι ενήλικες είναι σημαντικό να κάνουν προσπάθειες για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του παιδιού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την προσαρμογή της συμπεριφοράς τους στο αναπτυξιακό του επίπεδο. Το βλέμμα, οι χειρονομίες και ο τόνος της φωνής των τροφών, είναι καλό να εσωκλείουν κατανόηση και αποδοχή για τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τα ενδιαφέροντα του παιδιού. Έτσι εκείνο σταδιακά θα εμπλουτίζει την προσωπικότητά του με χαρακτηριστικά, που θα επηρεάσουν τη γλωσσική του εξέλιξη. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της συναισθηματικής σταθερότητας και της ευσυνειδησίας έχουν συσχετιστεί με την ικανότητα οργάνωσης του λόγου, ενώ η τάση για απόκτηση νέων εμπειριών με τις πραγματολογικές δεξιότητες. Η δομή της οικογένειας και η θέση του παιδιού μέσα σε αυτήν είναι ένας ακόμη επιδρών παράγοντας.
2. Το εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρει εντατική εφαρμογή του γλωσσικού συστήματος σε όλα τα επίπεδα (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και πραγματολογικό). Από την τάξη του νηπιαγωγείου κιόλας, το παιδί αρχίζει να εξωτερικεύει τις σκέψεις του, να κοινωνικοποιείται, να αναπτύσσει τη φαντασία του και την αφηγηματική του ικανότητα.
3. Η κοινωνία στην οποία ζει το παιδί, ιδανικά, αξιοποιεί στο μέγιστο τις ικανότητές του και δημιουργεί κατάλληλες προϋποθέσεις για την ολόπλευρη ανάπτυξή του.
Οι συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες συνεπώς, είναι εξίσου σημαντικές με τις βιολογικές, διότι αυτές καθιστούν το άτομο ικανό να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Τα ερεθίσματα που φτάνουν στο παιδί, τόσο από την οικογένεια όσο και από το περιβάλλον του, χρειάζεται να αξιοποιηθούν ανεμπόδιστα, κατά την «ευαίσθητη περίοδο» για την ανάπτυξη της γλώσσας (έως τα επτά έτη)· στο διάστημα εκείνο που ο εγκέφαλος παρουσιάζει αυξημένη ετοιμότητα να προσλάβει και να αφομοιώσει γλωσσικά ερεθίσματα. Η ικανότητα μάθησης της γλώσσας χρειάζεται να αξιοποιηθεί όσο πιο νωρίς γίνεται, ώστε το άτομο να απολαύσει τα πλεονεκτήματα από τη χρήση της για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Βιβλιογραφική Αναφορά
Βλαστού, Χ. (2016). Σύγκριση γλωσσικών δεξιοτήτων μεταξύ παιδιών με ειδική γλωσσική διαταραχή και υψηλά λειτουργικών παιδιών με διαταραχή αυτιστικού φάσματος, προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας (Πτυχιακή εργασία, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πελοποννήσου) (σελ. 29-32).