Η αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής παρέμβασης σε ένα μεγάλος μέρος της στηρίζεται στην κατάλληλη επιλογή του σχολικού πλαισίου που θα βρεθεί το παιδί. Η συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι µια σύγχρονη πολιτική τακτική, η οποία κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσµο.
Ο όρος συμπερίληψη/ συνεκπαίδευση (inclusion) χρησιμοποιείται για να περιγραφεί ο βαθμός στον οποίο, ένας μαθητής της ειδικής αγωγής, είναι πραγματικά ενταγμένος σε ένα τυπικό σχολείο. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην επέκταση των ορίων που καθορίζει ένα σχολείο ή μία κοινότητα ώστε να συμπεριλάβει μαθητές με ειδικές ανάγκες, όπως τα άτομα με ΔΑΦ, ως ολοκληρωμένα μέλη της ομάδας και να εκτιμήσει τη συνεισφορά τους στο κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με τον όρο συμπερίληψη, για να ενσωματωθούν οι μαθητές με ειδικές ανάγκες στη σχολική μονάδα είναι αναγκαίο να συμμετέχουν ενεργά στις σχολικές διαδικασίες και να γίνονται αποδεκτοί από τα υπόλοιπα μέλη. Η διαφορετικότητα (diversity) των ενδιαφερόντων, των ικανοτήτων και των επιτευγμάτων τους θα πρέπει να επιδοκιμάζεται και να αντιμετωπίζεται ως ένα μέσο εμπλουτισμού της σχολικής κοινότητας (Farrell et al., 2009).
Για να είναι επιτυχής όμως η σχολική ενσωμάτωση θα πρέπει να γίνουν κάποιες διαφοροποιήσεις του αναλυτικού προγράμματος και της σχολικής ύλης μέσα στην τάξη, καθώς οι ανάγκες των μαθητών, ως επί το πλείστον, παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια. Επομένως, η παροχή «διαφοροποιημένης διδασκαλίας» από τον εκπαιδευτικό είναι υψίστης σημασίας, ώστε να δοθεί σε όλους τους μαθητές η ευκαιρία να μάθουν, μέσα από τη διάγνωση των αναγκών τους και την κατάλληλη στήριξη (Slavin & Cooper, 1999, όπως αναφ. στο Johnson, 2000).
Από τις πιο σύγχρονες και σύνθετες προσεγγίσεις παρεμβάσεων σε άτομα με ΔΑΦ είναι η συστημική προσέγγιση, καθώς βάσει αυτής, η προσοχή δεν εστιάζεται μόνο στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και στις αλληλεπιδράσεις που προκύπτουν με τα υπόλοιπα συστήματα που περιβάλλουν το παιδί, όπως είναι η οικογένεια, η γειτονιά κ.α. Επίσης το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αντιμετωπίζεται σαν ένα ενιαίο σύστημα αλλά σαν ένα σύστημα που απαρτίζεται από υποσυστήματα τα οποία αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους (Αστέρη, 2006).
Μία από τις πιο διαδεδομένες θεραπείες για τις διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού είναι η Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Η θεραπεία αυτή δίνει έμφαση στην μάθηση και έχει ως στόχο την μείωση επιβλαβών για το άτομο συμπεριφορών, και την ενίσχυση προ-κοινωνικών συμπεριφορών που βοηθούν στην αυτονομία και στην λειτουργικότητά του ατόμου. Η Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς (ΕΑΣ) είναι μία μέθοδος που βασίζεται στις αρχές του Συμπεριφορισμού και έχει ως στόχο την προοδευτική αλλαγή της συμπεριφοράς του ατόμου σε διάφορους τομείς. Επιπλέον καλείται να αποδείξει την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων που χρησιμοποιούνται μέσω της Πειραματικά Θεμελιωμένης Ανάλυσης Συμπεριφοράς (Γενά, 2002). Η Ανάλυση της Συμπεριφοράς περιλαμβάνει προγράμματα που στοχεύουν στην εκπαίδευση ατόμων, τα οποία διακρίνονται σε δομημένα και νατουραλιστικά. Για τη σωστή επιλογή προγράμματος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ψυχολογικό, κοινωνικό και γνωστικό υπόβαθρο του παιδιού. Η παρατήρηση στους προαναφερθέντες τομείς γίνεται μέσω της λήψης ιστορικού, της χορήγησης ερωτηματολογίων και ψυχομετρικών τεστ, ώστε να διαμορφωθεί ένα Εξατομικευμένο Θεραπευτικό και Παιδαγωγικό Πρόγραμμα που θα αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρουσιάζει το παιδί σε διάφορους τομείς. Μερικές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση συμπεριφορας είναι ο κύκλος συστηματικής διδασκαλίας (discrete-trial teaching), η διδασκαλία αλυσιδωτών αντιδράσεων και ανάλυση έργου (chaining and task analysis), η τμηματική βοήθεια (promoting) κ.α.
Σύμφωνα με τη Θεωρία του Νου, τα άτομα με αυτισμό δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς σκέφτονται και ενεργούν οι γύρω τους. Έτσι προκειμένου να βοηθηθούν να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες οι θεραπευτές συχνά χρησιμοποιούν κοινωνικές ιστορίες ως εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Οι κοινωνικές ιστορίες είναι μικρές ιστορίες που συχνά συνοδεύονται από εικόνες και περιγράφουν μια κοινωνική συνθήκη. Σύμφωνα με τον Gray (2003), μία κοινωνική ιστορία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις εξατομικευμένες ανάγκες του κάθε μαθητή και να εξυπηρετεί την τροποποίηση της συμπεριφοράς του σε διάφορους τομείς. Πιο συγκεκριμένα αποσκοπεί στη μείωση της επιθετικής συμπεριφοράς, στη διδασκαλία προσαρμοστικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, στη διδασκαλία δεξιοτήτων συμμετοχής σε συνεργατικές δραστηριότητες (π.χ. παιχνίδι, εργασία), στη διδασκαλία δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, στη μείωση στερεοτυπικών κινήσεων (Ozdemir, 2010).
Τέλος, το TEACCH (Treatment and Education of Autistic and related Communication Handicapped Children) είναι ένα πρόγραμμα που υλοποιήθηκε το 1972 στην Ψυχιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ και βασίζεται στις αρχές Γνωστικών – Συμπεριφοριστικών προσεγγίσεων (Συριοπούλου – Δελλή, 2011). Βασική προτεραιότητα του προγράμματος αυτού είναι η βελτίωση των συνθηκών προσαρμογής του ατόμου με αυτισμό στο περιβάλλον που βρίσκεται. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω δύο διαδικασιών α. την εκμάθηση προσαρμοστικών δεξιοτήτων στο ίδιο το άτομο β. την τροποποίηση και τη δόμηση του περιβάλλοντος ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, μετά την αξιολόγηση δομείται ένα πρόγραμμα διδασκαλίας κατάλληλα διαμορφωμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου με αυτισμό. Το πρόγραμμα αυτό εφαρμόζεται τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι και αποσκοπεί στην πρόληψη ανεπιθύμητων συμπεριφορών και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτητοποίηση του ατόμου. Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του TEACCH είναι η συμβολή των γονέων του ατόμου ως συν-θεραπευτές. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί μαθαίνει να γενικεύει τις νέες δεξιότητες μάθησης πέρα από το σχολικό πλαίσιο μέσω των γονέων του, οι οποίοι θεωρούνται οι πλέον αρμόδιοι για την εφαρμογή μίας αποτελεσματικής εκπαιδευτικής παρέμβασης (Rossi, 2007)
Η ομάδα των ειδικών παιδαγωγών του i.c.Can
Μπέλλου Ευαγγελία – Αποστόλου Βασιλική